- νηπευθής
- νη-πευθής, ές,A unsearchable, Orac. ap. Macr.Sat.1.18.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπευθής — και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, ές (Α) αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. α πευθής, νεο … Dictionary of Greek
νηπευθέα — νηπευθής unsearchable neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νηπευθής unsearchable masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
νηπυθής — νηπυθής, ές (Α) βλ. νηπευθής … Dictionary of Greek